- χουλιάρι
- το1. κουτάλι.2. άνθρωπος συκοφάντης, κακολόγος, κουτσομπόλης: Δεν ξέρεις τι χουλιάρι είναι αυτός!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χουλιάρι — το, Ν 1. κουτάλι 2. μτφ. πρόσωπο που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις με κακή διάθεση ή άνθρωπος κουτσομπόλης και συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τη λ. κοχλιάριον «κουτάλι», υποκορ. τού κοχλίας, ο οποίος μεταπλάστηκε σε χοχλιάρι /… … Dictionary of Greek
χουλιάρα — η, Ν (ως μεγεθ. τ. τού χουλιάρι) μεγάλο κουτάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουλιάρι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α)] … Dictionary of Greek
χουλιαρίζω — Ν [χουλιάρι] 1. τρώω γρήγορα με το χουλιάρι, κατεβάζω χουλιαριές, καταβροχθίζω 2. μτφ. είμαι ανακατωσούρης, ανακατεύω, ραδιουργώ, συκοφαντώ … Dictionary of Greek
χουλιαριά — η, Ν η ποσότητα που χωρεί σε ένα χουλιάρι, κουταλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουλιάρι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
σκατοχούλιαρο — το, Ν μτφ. άνθρωπος που αρέσκεται στο να δημιουργεί ή να αναμοχλεύει βρόμικες υποθέσεις ή καταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + χουλιάρι «κουτάλι»] … Dictionary of Greek
τρανός — ή, ό / τρανός, ή, όν, ΝΜΑ προφανής, ολοφάνερος (α. «αυτό ήταν τρανή απόδειξη τής ενοχής του» β. «ἦν ἆρα τρανὸς αἷνος ἀνθρώπων ὅδε» Μοσχί.) νεοελλ. 1. μεγάλος ως προς την ηλικία, το ανάστημα ή τον βαθμό 2. συνεκδ. αυτός που έχει πολύ πλούτο και… … Dictionary of Greek
Θρεσκιορνιθίδες — (thresciornithidae). Οικογένεια πτηνών, της υπέρταξης νεόγναθα, της τάξης πελαργόμορφα ή κικονιίμορφα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες πλαταλείδες και ιβίδες. Περιλαμβάνει περίπου 30 είδη μεγαλόσωμων πουλιών, που έχουν μακρύ ράμφος και λαιμό… … Dictionary of Greek
κουτάλι — το 1. χουλιάρι. 2. φρ., «Έφαγε τα γράμματα με το κουτάλι», είναι πολύ γραμματισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουλιάρα — η μεγεθυντικό του χουλιάρι μεγάλο κουτάλι, κουτάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)